οθόνη

οθόνη
Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή προβολής είναι τοποθετημένη απέναντι από τον παρατηρητή. Ο τύπος αυτός της ο. συνηθίζεται στα στούντιο λήψης φωτογραφιών και στα κινηματογραφικά τρυκ. Όταν η κινηματογραφική ο. είναι μεγάλη, με βάση 22 μ., ονομάζεται πανοραμική. Στις πανοραμικές ο. η σχέση των πλευρών δεν είναι πλέον 1,33:1, όπως στις συνηθισμένες ο., αλλά μεγαλύτερη. Έτσι αυξάνεται η γωνία του οπτικού πεδίου του θεατή και αποκτά την ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης. Η ψευδαίσθηση αυτή επαυξάνεται με τη χρήση στερεοφωνικού ήχου. Φυσικά, η διαρκής εξέλιξη του κινηματογράφου, επιφέρει και εξέλιξη των διάφορων τύπων ο. Εκτός από την κινηματογραφική υπάρχουν και άλλων ειδών ο., όπως η ο. για πορτραίτα, που κατασκευάζεται από λευκό ή μαύρο ύφασμα, τεντωμένο σε κατάλληλο πλαίσιο και τοποθετείται ανάμεσα στη φωτεινή πηγή και στο αντικείμενο που πρόκειται να φωτογραφηθεί, για τη ρύθμιση του φωτός στη λήψη φωτογραφιών. Η λεγόμενη ο. ηλεκτροφθορίζουσα είναι μεγάλης επιφάνειας ο., που προβάλλει εικόνες τηλεόρασης και επιτρέπει την ύπαρξη αιθουσών κινηματογράφου που συνδέονται άμεσα με πομπούς τηλεόρασης. Η ο. ηλεκτρονική είναι επιφάνεια πάνω στην οποία αναπαράγεται ορατή εικόνα, σε κάποια καθοδική λυχνία, και ο. φθορίζουσα των καθοδικών ακτίνων (της τηλεόρασης), είναι επιφάνεια σκεπασμένη με ουσίες, οι οποίες, εξαιτίας της κρούσης ηλεκτρονίων πάνω τους, εκπέμπουν φωτεινές ακτίνες, οι οποίες αναμεταδίδουν εικόνες στους δέκτες της τηλεόρασης. Μοντέρνα οθόνη τηλεόρασης (φωτ. Sound HELLAS-AIWA). Επίπεδη οθόνη τηλεόρασης (φωτ. Sound HELLAS-AIWA).
* * *
η (Α ὀθόνη)
1. λευκό και λεπτό λινό ή βαμβακερό ύφασμα, λευκό πανί
2. είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών ιστίων τού πλοίου, και το ίδιο το ιστίο τού πλοίου, το καραβόπανο
νεοελλ.
1. επιφάνεια τής συσκευής τηλεόρασης ή ηλεκτρονικού υπολογιστή πάνω στην οποία σχηματίζεται η εικόνα που δημιουργείται από τον καθοδικό σωλήνα
2. φρ. α) «οθόνη τραπέζης» — το τραπεζομάντηλο
β) «οθόνη κλίνης» — σεντόνι
γ) «οθόνη ελέγχου» — καθοδικός σωλήνας παραγωγής εικόνας με όλες τις απαραίτητες διατάξεις που χρησιμοποιείται στους τηλεοπτικούς σταθμούς για τον ποιοτικό έλεγχο τής εικόνας
δ) «οθόνη φθορίζουσα» — φθορίζον διάφραγμα στο οποίο προσπίπτει η ακτινοβολία Χ κατά τις ακτινοσκοπήσεις
ε) «οθόνη κινηματογράφου» — λευκή επιφάνεια κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, πλαστικό ή άλλο υλικό πάνω στην οποία σχηματίζονται οι εικόνες κατά την προβολή κινηματογραφικού έργου
στ) «μεγάλη οθόνη» — ο κινηματογράφος
ζ) «μικρή οθόνη» — η τηλεόραση
αρχ.
1. (στον Ομ. πάντοτε στον πληθ.) αἱ ὀθόναι
λεπτά λινά ενδύματα
2. είδος λινού ενδύματος το οποίο φορούσαν οι διάκοι στον αριστερό ώμο τους
3. στον πληθ. α) λινά λεπτά γυναικεία ενδύματα
β) τα ιστία, τα πανιά τού καραβιού
γ) οι μεμβράνες οι οποίες περικλείουν την κόρη τού οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. με κατάλ. -όνη (πρβλ. βελόνη, περόνη). Μερικοί θεωρούν ότι η λ. συνδέεται με εβρ. 'etūn «αιγυπτιακό λινό ύφασμα», ενώ, κατ' άλλους, η λ. αποτελεί δάνειο από τη Σημιτική και ανάγεται σε αιγυπτ. idmj «λινό ύφασμα κόκκινου χρώματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀθόνη — fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόνῃ — ὀθόνη fine linen fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οθόνη — η 1. ύφασμα βαμβακερό λεπτό, σεντόνι. 2. καραβόπανο. 3. το πανί όπου προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία: Κινηματογραφική οθόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀθόναι — ὀθόνη fine linen fem nom/voc pl ὀθόνᾱͅ , ὀθόνη fine linen fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονέων — ὀθόνη fine linen fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονῶν — ὀθόνη fine linen fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόναις — ὀθόνη fine linen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόναισι — ὀθόνη fine linen fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόνην — ὀθόνη fine linen fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόνης — ὀθόνη fine linen fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”